- ὑοσκυάμινος
- ὑοσκῠά?ὑοσκυάμινοςXμ-ινος, η, ον,A of henbane,
ἔλαιον Dsc.1.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλαιον Dsc.1.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υοσκυάμινος — ίνη, ον, Α [ὑοσκύαμος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό υοσκύαμος … Dictionary of Greek